- ἰῶδες
- ἰώδηςlike verdigrismasc/fem voc sgἰώδηςlike verdigrisneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χρώμα — Το χ. μιας φωτεινής πηγής, που γίνεται αντιληπτό από το ανθρώπινο μάτι, χαρακτηρίζεται από το μήκος κύματος της ακτινοβολίας που εκπέμπεται. Το φως, όταν αποτελείται από ακτινοβολία με ένα μόνο μήκος κύματος (μονοχρωματικό), είναι καθαρό χ.… … Dictionary of Greek
ιώδης — (I) ες (Α ἰῶδης, ες) [ίον] 1. αυτός που έχει το χρώμα τού ίου, ιόχρους, μενεξεδής 2. το ουδ. ως ουσ. το ιώδες α) το χρώμα που παράγεται από την ανάμιξη τού ερυθρού και τού κυανού, ως οπτικών αισθημάτων β) είδος τών ιωδών χρωστικών, με… … Dictionary of Greek
List of chemical element name etymologies — This is the list of etymologies for all chemical element names: Name Symbol Language of origin Word of origin Meaning Symbol origin Description Actinium Ac Greek ἀκτίς (aktis) beam Greek aktinos ἀκτίς, ἀκτῖνος (aktis; aktinos), meaning beam (ray) … Wikipedia
αμέθυστος — Παραλλαγή του ορυκτού χαλαζία (SiO2) με ιώδες χρώμα. Χρησιμοποιήθηκε από τα αρχαιότατα χρόνια ως πολύτιμος λίθος (ο ανατολικός α. είναι παραλλαγή το ορυκτού κορουνδίου, AlO3). Τα πιο αξιόλογα κοιτάσματα αμέθυστου βρίσκονται στα Ουράλια Όρη, στη… … Dictionary of Greek
διαλυτότητα — Όρος με τον οποίο, σύμφωνα με έναν ορισμό γενικού χαρακτήρα ο οποίος ισχύει για όλα τα δυνατά διαλύματα, καθορίζεται η μέγιστη ποσότητα ενός σώματος που μπορεί να διαλυθεί σε μία συγκεκριμένη ποσότητα διαλύτη, σε ορισμένη θερμοκρασία. Με αυτό τον … Dictionary of Greek
πορφύρα — I Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από τριχοειδείς αιμορραγίες του δέρματος, των βλεννογόνων ή του παρεγχύματος. Στο δέρμα η π. εκδηλώνεται με μικρές κόκκινες κηλίδες που δεν εξαλείφονται αν πιεστούν με γυάλινη πλάκα. Οι π. διαιρούνται σε δύο μεγάλες… … Dictionary of Greek
ροδοφύκη — Λέγονται και ροδόφυτα. Μικροσκοπικά φύκη, από τα πιο λεπτοφυή, ως προς το χρώμα και την κομψότητα των μορφών· ο θαλλός τους, πάντοτε πολυκύτταρος και στερεωμένος στο υπόθεμα, μπορεί να είναι απλός με διάπλαση νηματοειδή ή φυλλοειδή (κλάση… … Dictionary of Greek
χρωστικά — Ουσίες ζωηρά χρωματισμένες και ικανές, έστω και σε μικρές ποσότητες, να δώσουν σταθερούς χρωματισμούς σε υλικά διάφορης φύσης. Τα χ. μπορεί να είναι φυσικά ή συνθετικά, οργανικά ή ανόργανα. Τα φυσικά χ. είναι φυτικά και ζωικά, όπως η χλωροφύλλη,… … Dictionary of Greek
Йодотрофеусы — ? Йодотрофеусы Iodotropheus sprengerae (Ржавая цихлида) … Википедия
PORRACEUM — πράςινον, Graecis in supremoviriditatis gradu ponitur; vocant enim illi πράςινον χρῶμα καὶ πραςοειδὲς eum colorem qui ad plenum et sature ac merace viridis, seu qui austeri viroris est. Unde πράςινος λίθος, de smaragdo praestantissimo proprie. Et … Hofmann J. Lexicon universale